- ἐϋκρόκαλος
- ἐϋκρόκᾰλος, ον,A pebbly, Nonn.D.15.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκρόκαλος — εὐκρόκαλος, ον (Α) γεμάτος χαλίκια, πέτρες, βότσαλα («εὐκρόκαλος ὄχθη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροκάλη «χαλίκι»] … Dictionary of Greek
ἐυκροκάλοιο — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλοισι — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλου — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλων — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλῳ — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)